- συγκαλλύνω
- Ασαρώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καλλύνω «ευτρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω» (< κάλλος, τὸ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… … Dictionary of Greek
συγκαλλύνοντες — συγκαλλύ̱νοντες , συγκαλλύνω sweep up together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)